Λυρικά

Εύγλωττη…σιωπή

Τι ζητάς μικρό ζουλάπι
να σου πω αν σ’ αγαπώ;
Δε σου δείχνω την αγάπη
με τον τρόπο που σιωπώ;

Όταν βλέπεις σε δυο μάτια
ώριμο, γλυκό, νωπό
και στα χέρια σου πραμάτεια
της αγάπης τον καρπό;

Ξέχασε, λοιπόν, τις λέξεις!
Στο ’χω πει και ξαναπεί!
Μάθε, πριν μ’ αυτές να μπλέξεις,
να διαβάζεις τη…σιωπή!

Κοίταγμα

Όταν στη ζωή κοιτάζω
πράγματα ξεχωριστά
πιο πολύ τα καταυγάζω
με τα μάτια μου κλειστά,

σαν φροντίζω το καθένα,
ήρεμος κι ενδελεχής,
να το βλέπω ένα-ένα
με τα μάτια της ψυχής!

Έρωτας ασκητής

Απ' έξω στο δικό σου σπίτι
έστησε ο έρωτάς μου σκήτη
κι απ’ την αγάπη του όλο σκέψη
για σένα έχει ασκητέψει!

Κυλούν οι μήνες και οι χρόνοι
και στης υπομονής τ’ αμόνι
σφυρηλατήθηκε κι αγιάζει
μια στο λιοπύρι, μια στ’ αγιάζι!

Της ποίησης σού ’χε την πόρτα
ορθάνοιχτη, αλλά τα χόρτα
την έπνιξαν κι αντί να σκύψεις,
να κόψεις έμεινες στις…τύψεις!

Αφιέρωση

Ένα τραγούδι σού ’γραψα μ’ αριστοκράτες στίχους,
για τα γλαρά τα μάτια σου, για τους λυτούς βοστρύχους
κι ακόμα για τα χείλια σου, να σε ζηλεύει ο κόσμος,
που στο φιλί σου κρύβεται βασιλικός και δυόσμος!

Μες στην καρδιά μου αθόρυβα κι ανύποπτα πώς μπήκες;
Ποιος Εφιάλτης άνοιξε κερκόπορτα και βρήκες
τη λαβωμένη μου καρδιά και τήνε παίζεις τόπι
και δε χτυπά για μένανε, αλλά για σένα Πόπη;

Μ’ αυτό σου το χαμόγελο, που μοιάζει της Τζοκόντα
ερωτικού ηλεκτρισμού με χτύπησαν ιόντα
και είμαι τόσο σίγουρος, αν ζούσε ο Ντα Βίτσι,
θ’ άλλαζε το μοντέλο του με σένα, το κορίτσι!

Για σένα δε χρειάζεται τους προβολείς ν’ ανάψω,
γιατί έπλυνα με αγιασμό τις λέξεις προτού γράψω
κι απ’ τους αριστοκράτες μου τους στίχους τώρα ξέρει
καθένας το πιο φωτεινό πάνω στη γης αστέρι!

Τα πόδια μου δε με κρατούν σ’ αυτή τη συγκυρία,
όμως εσύ προσφέρθηκες να γίνεις βακτηρία
κι άδραξα τ’ ακροδάχτυλα και το λεπτό σου χέρι,
αλλά τι πήρες φεύγοντας κανένας δεν το ξέρει!

Έβγα στο παραθύρι σου, γλυκέ πανσέληνέ μου,
και με το φως σου βάλσαμο τον πόνο απάλυνέ μου
κι αφού μου πήρες την καρδιά και την ψυχή μου πάρτη
να σβήσω κι από τη ζωή κι απ’ της ζωής το χάρτη.

Ανταπόδοση

Ένα κορίτσι μπιμπελό, ψηλό και ντελικάτο,
μού ’πε χθες βράδυ «ευχαριστώ» μ’ ένα γλυκό φιλί!
Και η καρδιά μου μονομιάς έγινε άνω-κάτω,
που τόσο θορυβήθηκα μη μού ’ρθει εμβολή !

Κι απ’ το μεγάλο φόβο μου μήπως και τα κορδώσω,
γύρισα κι είπα θαρρετά, γλυκά στο μπιμπελό:
« Έλα, βρε, κοριτσάκι μου, να σου το ξαναδώσω!»
Και γαλαντόμoς γύρισα το ’ να φιλί…διπλό!

Πάρε-δώσε

Μου δίνεις την καρδιά σου ν’ αγαπήσω,
αλλά δεν έχω, πλέον, αντοχή
εγώ να σ’ αγαπώ χωρίς να ζήσω,
αφού εσύ μου παίρνεις την…ψυχή!