Λυρικά

Δάκρυ θανάτου

Όσο αξίζει, σ’ αγαπώ, του αηδονιού το δάκρυ
κι αν λίγο αυτό σου φαίνεται, δεν ξέρεις τι παθαίνει:
«Μόλις θα βγουν τα δάκρυα απ’ των ματιών την άκρη,
μεμιάς πέφτει ο τραγουδιστής στο χώμα και…πεθαίνει!»

Ξέμπαρκο

Κάθε φορά που πιάνουμε λιμάνι
ναύκληροι, ναύτες και καπεταναίοι
λοστρόμοι, μάγειρες και μούτσοι νέοι,
αντάμα λύκοι που ’πεσαν σε στάνη,

πασχίζουμε να βρούμε το φουστάνι
κι η πυρκαγιά να σβήσει που μας καίει
πληρώνοντας της σάρκας μας τα χρέη
σε πανδοχείο κρύο κι ίδιο χάνι.

Κι ως το δεξί κρατούμε την τροτέζα
και στο ζερβό μισοαδειανή μποτίλια
κι όλοι από τρελό μεθύσι τέζα

μετρούμε με τη σκέψη μας τα μίλια,
πόσο το σπιτικό να ’ναι μακριά μας
κι η πόρνη απορεί με τα δάκρυά μας!

Θαλασσινό

Φρέσκος αγέρας καλοσυνάτος
σπρώχνει το μπάρκο για τ’ανοιχτά
κι ο ουρανός κραυγές γεμάτος,
ομάδι γλάροι κρώζουν πνιχτά.

Ο καπετάνιος Γερολυμάτος
πρόσω διατάζει στα φωναχτά
κι ο παιδοναύτης αίλουρος-γάτος
δένει τις γάμπιες σφιχτά-σφιχτά!

Φλόκοι φουσκώνουν και παπαφίγκοι,
γερτό το σκάφος και πλαγιαστό,
πορεία μέθης και στο μελίγκι

με το ταξίδι κι ευχαριστώ
τον πελαγίσιο τον Ποσειδώνα,
που ’μαι κομμάτι μες στην εικόνα!

Μπουρίνι

Σκύλος μπατάρισε καιρός
κι όπου φαγκρίζω τη ματιά
έρχεται πάνω μας εχθρός
το ανεμοβρόχι του νοτιά.

Σπάει των κυμάτων ο χορός
στην πλώρη και με τη φωτιά
της αστραπής φαίνεται αφρός,
που ξεμπαρκάρει με βουτιά!

Λες και περπάτησε ο Θεός
κόβει το κύμα μονομιά,
πριν κακοπάθουμε ζημιά.

Κι ο καπετάνιο-Νικολός
με χαμογέλιο αχνοσβηστό
καντήλι ανάβει στο Χριστό!

Η σημασία της στιγμής

Της κάθε ημέρας τις στιγμές
τις σπέρνω μία-μία,
από χιλιάδες αφορμές
και σ’ όλα τα σημεία,

όπου οι βραγιές μου σε γραμμές,
σ’ αυτή την πανσπερμία
των σπόρων δίνει τις ορμές
η γη με προθυμία!

Αυλάκια γύρω απ’ τις βραγιές,
τους σπόρους μου ποτίζουν
κι αυτοί ανθίζουν με μπογιές,

κι όλη τη γη στολίζουν
κι έτσι κυλάει μου η ζωή,
σαν η στιγμή μου ευζωεί!

Στη φύση

Έναν ήλιο κρύβω μέσα μου βαθιά
και να βγει κάθε πρωί τον περιμένω,
κάθε νέφος ν’ αποδιώξει με γροθιά,
το γαλάζιο τ’ ουρανού να δω βαμμένο!

Παίρνω, τότε, των κλειδιών την αρμαθιά,
ξεκλειδώνω, στην αυλή μου έξω βγαίνω,
τα πνευμόνια μου γεμίζουν αψιθιά,
που θα ξύπναγαν και φρεσκονεκρωμένο!

Με τις ρίζες στο τρεχούμενο νερό,
στον αέρα της αυγής γλυκοθροΐζει
ένας πλάτανος σαν κάστρο και θαρρώ

πως μ’ αυτό το θρόισμά του μ’ αφιονίζει
και βουτώντας το κλαρίνο ξεκινάει
βροντερό μέσα στη φύση…ταρνανάι!