Ένα τραγούδι σού ’γραψα μ’ αριστοκράτες στίχους,
για τα γλαρά τα μάτια σου, για τους λυτούς βοστρύχους
κι ακόμα για τα χείλια σου, να σε ζηλεύει ο κόσμος,
που στο φιλί σου κρύβεται βασιλικός και δυόσμος!
Μες στην καρδιά μου αθόρυβα κι ανύποπτα πώς μπήκες;
Ποιος Εφιάλτης άνοιξε κερκόπορτα και βρήκες
τη λαβωμένη μου καρδιά και τήνε παίζεις τόπι
και δε χτυπά για μένανε, αλλά για σένα Πόπη;
Μ’ αυτό σου το χαμόγελο, που μοιάζει της Τζοκόντα
ερωτικού ηλεκτρισμού με χτύπησαν ιόντα
και είμαι τόσο σίγουρος, αν ζούσε ο Ντα Βίτσι,
θ’ άλλαζε το μοντέλο του με σένα, το κορίτσι!
Για σένα δε χρειάζεται τους προβολείς ν’ ανάψω,
γιατί έπλυνα με αγιασμό τις λέξεις προτού γράψω
κι απ’ τους αριστοκράτες μου τους στίχους τώρα ξέρει
καθένας το πιο φωτεινό πάνω στη γης αστέρι!
Τα πόδια μου δε με κρατούν σ’ αυτή τη συγκυρία,
όμως εσύ προσφέρθηκες να γίνεις βακτηρία
κι άδραξα τ’ ακροδάχτυλα και το λεπτό σου χέρι,
αλλά τι πήρες φεύγοντας κανένας δεν το ξέρει!
Έβγα στο παραθύρι σου, γλυκέ πανσέληνέ μου,
και με το φως σου βάλσαμο τον πόνο απάλυνέ μου
κι αφού μου πήρες την καρδιά και την ψυχή μου πάρτη
να σβήσω κι από τη ζωή κι απ’ της ζωής το χάρτη.