Λυρικά

Χαρμολύπη

Από τη γέννησή μου μέχρι τώρα
όλο πίκρες, φαρμάκια και καημοί!
Κάθε χαρά μου ζει για λίγη ώρα,
πριν να την πνίξουν λύπης ποταμοί!

Και χάνεται η χαρά μου η ανθοφόρα,
που πρόλαβε να ζήσει μια στιγμή,
πριν φτάσουν τα νερά θανατηφόρα,
από την κάθε μια νεροσυρμή!

Κάθε πρωί καινούργια μια σελίδα
γυρίζω της ζωής και τη χαρά
σαν απειροελάχιστη κουκκίδα,

τη βλέπω πως ανοίγει τα φτερά
και φεύγει και κρατώ μόνο το στόνο
απ’ της καρδιάς και της ψυχής τον πόνο!

Το πολυεργαλείο

Έχασα τα φτερά στην ωμοπλάτη
οι σκέψεις μου δεν έχουνε φτερά,
όμως εγώ σ’ όλης της γης τα πλάτη
πετώ με μια καρδιά που σπαρταρά

και καβαλώ τ’ ατίθασό μου άτι
της φαντασίας κι όπου βρω χαρά,
παίρνω στο μερτικό μου ένα κομμάτι
μεγάλο, να μπορεί να μου φτουρά!

Έχω του νου το πολυεργαλείο,
μπαίνω μ’ αυτό στο πνεύμα των καιρών
και ζω κάθε στιγμής το μεγαλείο

κι είμαι παντού και πάντοτε παρών,
για να στραγγίζω και ν’ απομυζώ,
κάθε χαρά ζωής για όσο ζω!

Ο θεληματικός

Ενώ έψαχνα να βρω την πεμπτουσία,
των ανθρώπων βρήκα την αυθαιρεσία,
στη ζωή μου που την έβαψαν στα γκρίζα
και μου στέρησαν της πρόσβασης τη βίζα!

Πολλοί μίλαγαν φαρσί τη διγλωσσία
κι άλλοι τόσοι δίχως λίγη αυτογνωσία,
ενώ κάθε μέρα ήμουνα στην πρίζα,
προσπαθούσαν να μου βάλουν και κορνίζα!

Αλλά γω ποτέ δεν έκανα πιο πίσω
και χωρίς ξένες δυνάμεις ν’ ακουμπήσω,
τα κατάφερα στο τέλος του αγώνα,

να χαζεύω από ψηλά τους διγλωσσίες
και τους άλλους που το παίζανε σωσίες
να περνάνε τη ζωή τους στο ένα…γόνα!

Οιονεί αυτόμολος

Μικρός-μικρός επιθυμίες σου κρυφές
είχες ν’ ανέβεις στα ψηλά για νέες κτήσεις!
Σ’ έπνιγαν κάτω στη ζωή σου οι παρυφές
οροσειρών που’χες μπροστά να κατακτήσεις!

Τη μια μετά την άλλη όλες τις κορφές
κουράστηκες μέχρι να φτάσεις να πατήσεις,
αλλά ποτέ δεν είχες τις προδιαγραφές
άλλους ορίζοντες, καινούργιους να κρατήσεις!

Κι άπραγος τόσο στα μεσούρανα, ψηλά
εγωιστής κοιτούσες κάτω, χαμηλά,
στις παρυφές, που ζούμε αν θα σε ιδούμε!

Σε είδαμε όλοι και ντραπήκαμε πολύ!
Ξέρεις κανένα που νικά ν’ αυτομολεί;
Κι όλοι μας φύγαμε μαζί σου ν’ απαυδούμε!

Οι ανήθικοι

Ζούμε την εποχή των ανηθίκων,
που μας μιλούν με πάθος για το ήθος!
Άνθρωποι, σε τεράστιο το πλήθος
κοντράρουν τον Δαρβίνο των πιθήκων!

Μέτρο δεν έχουν μήτε το προσήκον!
Πού θα βρεθεί γι αυτούς Λυδία λίθος;
Καμιά καρδιά δεν έχουνε στο στήθος,
ταιριάζουν πιο πολύ σ’ αγέλη λύκων!

Είναι καρφί στο μάτι του αιώνα,
άνθρωποι που πλασμένοι κατ’ εικόνα
κι ομοίωση των άγριων θηρίων

φόρεσαν τα κασμήρια με τις βάτες,
έβαλαν τις μεταξωτές γραβάτες,
ένδυση κατ’ ευφημισμόν κυρίων!

Φτωχός και άπληστος

Είμαι φτωχός, μου λείπουνε πολλά,
την κάθε μέρα δύσκολα περνάω
κι όσο περνούν οι χρόνοι και γερνάω
τόσο το καθετί πάει στρεβλά!

Ξέπεσα στη ζωή μου χαμηλά,
αρρώστησα βαριά κι όλο πονάω,
σαν περπατώ τα πόδια μου σβαρνάω
κι όμως ακόμα έχω τα μυαλά!

Γιατί βλέπω το γείτονά μου, Γιάννη,
ενώ κι αυτός κοντεύει να πεθάνει,
τους πακτωλούς του νοιάζεται ν’ αυξήσει!

Λες και δεν ξέρει σ’ ένα κυπαρίσσι
γρήγορα θα τον χώσουν και στ’ αστεία
του ’πα: «Θα πας από την…απληστία!»