Ξέμπαρκο
Κάθε φορά που πιάνουμε λιμάνι
ναύκληροι, ναύτες και καπεταναίοι
λοστρόμοι, μάγειρες και μούτσοι νέοι,
αντάμα λύκοι που ’πεσαν σε στάνη,
πασχίζουμε να βρούμε το φουστάνι
κι η πυρκαγιά να σβήσει που μας καίει
πληρώνοντας της σάρκας μας τα χρέη
σε πανδοχείο κρύο κι ίδιο χάνι.
Κι ως το δεξί κρατούμε την τροτέζα
και στο ζερβό μισοαδειανή μποτίλια
κι όλοι από τρελό μεθύσι τέζα
μετρούμε με τη σκέψη μας τα μίλια,
πόσο το σπιτικό να ’ναι μακριά μας
κι η πόρνη απορεί με τα δάκρυά μας!