Ξωμάχοι
Ο ήλιος αποκοίμησε τις άλικές του ακτίνες.
Ροβόλησε το σύθαμπο στα πλάγια και τα δάση.
Ξωμάχοι φορτωθήκανε κόπους μαζί κι αξίνες,
για να γυρίσουν στο χωριό προτού να σκοτιδιάσει!
Τα πράματα πάνε μπροστά τα διπλοχορτασμένα,
από κοντά τους τα σκυλιά μυρίζοντας το χώμα
κι έρχονται το κατόπι τους με τα κορμιά σκυμμένα
κάποιες σκιές αχνίζοντας απ’ τον ιδρώτα ακόμα!
Το πρώτο φεγγαρόφωτο χαϊδεύει του ανθρώπους
μπροστά στις σπιτικές αυλές, όπου καλοκυράδες
με γλυκοκαλωσόρισμα μικραίνουνε τους κόπους
κι από χαρά χαμογελούν και του σπιτιού οι σοβάδες!
Μ’ ένα τραπέζι πρόσχαρο σιμά στο παραγώνι,
όπου τριζοβολούν ξερά κούτσουρα πουρναρίσια
και μ’ ένα φίλημα παιδιού ή χάδι από το εγγόνι
από την τρύπα του τζακιού οι κόποι φεύγουν ίσια!