Η μπάντα
Στη μουδιασμένη Κυριακή
της μπάντας κλαίει η μουσική
στου δήμου μας το κιόσκι.
Τραπέζια γύρω με ποτά,
κοσμάκης που χαζοκοιτά,
μ’ αλλού ο νους του βόσκει!
Λες κι άγιασε απ’ τη συμφορά
κι αγκαθοστέφανο φορά
στης σχόλης το τραπέζι,
βρίσκει το μέσα του κενό
πλατύτερο απ’ τον ουρανό
σ’ ό,τι η μπάντα παίζει!
Στην ίδια πάντοτε μεριά
ψάχνει την αλλαξοκαιριά,
όσα θυμάμαι χρόνια,
γι αυτό και κλαίει η μουσική
της μπάντας κάθε Κυριακή
για πέντε-δέκα… ψώνια!