Η γειτόνισσά μου Αλέκα,
νύφη από το Αργοστόλι.
παντρεμένη κάπου δέκα
χρόνια με τον Αποστόλη,
είχε γκαστριάς σημάδια,
δυο και τρεις φορές το χρόνο,
που τα ζούσε τα ρημάδια
με τ’…ανεμογκάστρια μόνο!
Κι ο Αποστόλης που ποθούσε
απογόνους κι ωσάν ήρως
της παστάδας προσπαθούσε,
κι είχε καταντήσει…τσίρος!
Γιατί δεν παραδεχόταν
πως γενετικοί μπελάδες
τ’ άφησαν κουσούρι, όταν
πέρασε τις… μαγουλάδες…
Κι η ζεβζέκα που σκεπτόταν
πως τα φταίει, τι κουζουλάδα,
σαν τρελή επισκεπτόταν
δυο-τρεις μάμους τη βδομάδα!
Ώσπου της διαγνώσαν όλοι
πως με τ’ άγονο το σπέρμα
στου Αποστόλη το…πιστόλι
έγκυος δε θα μείνει! Τέρμα!
Και της είπαν: «Μ’ άλλον, κοίτα,
το παιδί σου να το κάμεις!»
Και μου φώναξε: «Νικήτα!
Τρέξε, για να με…συνδράμεις!!
Βιάσου! Πήδηξε τη μάντρα!
Λείπει ο Τόλης! Μη διστάσεις!»
Με προκάλεσε η γαλιάντρα
με των μάμων τις συστάσεις!
Κι αργαλειό με τη σαΐτα,
πιάσαμε στημόνι - υφάδι,
κι η κοιλιά της σαν το… ζήτα
φούσκωσε που ’ταν αλφάδι!
Και σ’ εννέα μήνες μόνο
είχε ο γείτονας μια κόρη
και με ρώταγε όλο φθόνο:
«Συ, πώς έκανες αγόρι;»