Αίγιο
Λυρικά

Αργά γλιστρούσε στα νερά για Ρούμελη το φέρρυ
κι αναγερτός αγνάντευα, πλάι στην κουπαστή,
το Αίγιο, το Απολλώνειο, στο χαύνο μεσημέρι
καθώς είχε κατάκορφα ο ήλιος κρεμαστεί!

Τη θεϊκή την ομορφιά καλότυχος αν είδες,
την Παναγιά την Τρυπητή,και δώθε αριστερά
εχάιδευαν τα μάτια μου τις πέτρινες βαθμίδες
κι ανέβαινε το βλέμμα μου μέχρι την αγορά!

Ξοπίσω της απλώνονταν τ’ απέραντο το θάμπος
τα πρασινοπερίβολα, τ’ αμπέλια κι οι ελιές
και κάποιο γκρίζο σύγνεφο ήταν σκυμμένο σάμπως,
να ξεδιψούσε μ’ ίδρωτες ξωμάχων στις δουλειές!

Κόσμημα και μπαλκόνι του θωρώ τα Ψηλαλώνια,
τον πύργο με τις θύμησες καιρών αλλοτινών,
ενώ στο φόντο των βουνών τα λαγγεμένα χιόνια
ξεσπούσανε σε δάκρυα ποτιστικών κρουνών!

Κι όσο το πλοίο μάκραινε, τα χαιρετίσματά της
η πόλη μου ξανάστελνε στ’ ανέμου τα φτερά
και μου ψιθύριζε ο γλυκός μεσημεριάτης μπάτης:
«Προσκυνητή της ομορφιάς να ρθεις κι άλλη φορά!»