Ο άγγελος
Όταν με πρωτοκοίταξες κι εγώ σα σε πρωτόδα
κάπως αλλιώς ανθίσανε της άνοιξης τα ρόδα,
κάποιαν αλλιώτικη ευωδιά σκορπίσανε τριγύρω
λες και ξεχύθηκε στη γη του παραδείσου μύρο!
Όταν μου χαμογέλασε το δίκλωνο κοράλλι
ο νους μου γλυκομέθυσε και μέθυσε και πάλι,
γιατί τα πορφυρένια σου εκείνα τα κλωνάρια
εκρύβανε στο βάθος τους λευκά μαργαριτάρια!
Όταν τα κρινοδάχτυλα λύσανε τα μαλλιά σου
σαν καταρράχτης κύλησαν πάνω στην τραχηλιά σου
κι απόμεινα χωρίς μιλιά κι είμαι βουβός ακόμα,
που θώρησα τον άγγελο πάνω στης γης το χώμα!
Κι όπως βουβός εθαύμαζα τη θεϊκή μορφή σου
παρακαλούσα το φρουρό τ’ αγγελοπαραδείσου
να μη σ’ ανοίξει και διαβείς τις πύλες του και χάσω
την ομορφιά της ομορφιάς, προτού να τη χορτάσω!